TLG 4290 001 :: LEXICON ARTIS GRAMMATICAE :: Lexicon artis grammaticae (e cod. Coislin. 345) LEXICON ARTIS GRAMMATICAE Lexicogr. Lexicon artis grammaticae (e cod. Coislin. 345) Source: Bachmann, L. (ed.), Anecdota Graeca, vol. 1. Leipzig: Hinrichs, 1828: 425–450. Citation: Page — (line) | ||
425(t) | ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΠΣ. | |
1 | Ὁπηνίκα: ὁπότ’ ἄν. Συνέπεια: σύμμιξις. Τεκτονική: λεπτουργική. Ἐλεγεία: ἐλεγεῖον μέτρον ἐστὶν ἐκ δύο πενθημιμερῶν | |
---|---|---|
5 | γινόμενον. Ἔπος: ὁ λόγος. Εὐτόνως: εὐτονίας προφέρεσθαι· ὥσπερ οἱ τραγῳ‐ δοὶ εὐτόνως τὸν φθόγγον ποιοῦσιν. Λυρικήν: ἡ λυρικὴ ποίησις ἐπὶ αὐλῶν καὶ κιθαρῶν | |
10 | ᾄδεται. Ὑφειμένως: ταπεινῶς. Ἐμμελῶς: ταύτῃ καλλίστως ἐκλίθη λύρα. | |
Γοερῶς: κατανυκτικῶς. | 425 | |
426 | Ἅρπη: δρεπάνη. Δίων: ὄνομα κύριον. Πέλοψ: ὄνομα κύριον. υἱὸς Ταντάλου. Κλειώ: ὄνομα κύριον. | |
5 | Ἕλιξ: ὁ βλαστὸς τῆς ἀμπέλου. Λαῖλαψ: ἡ συστροφὴ τοῦ ἀνέμου. Δέπας: τὸ ποτήριον. Δόρυ: τὸ κοντάριον. Καταχρηστικῶς: παρὰ συνήθειαν. | |
10 | Ἥρως: ὁ γενναῖος. ἢ ἡμίθεος. Ἄρης: ὁ πόλεμος. Περαιοῖ: τελειοῖ. Προσηγορία: ὁμωνυμία. Ἔνιοι: τινές. | |
15 | Γαιήϊος: ὁ γήϊνος. Ὕῤῥας: ὄνομα κύριον. ἐξ οὗ ὁ Πιττακός. ὁ υἱὸς αὐτοῦ, Ὑῤῥάδιος ἐκλήθη. Ἀδραστίνη: ὄνομα κύριον θυγατρὸς Ἀδράστου. Ἀνθρωπίσκος: ὁ πίθηκος. | |
20 | Λίθαξ: ὁ μικρὸς λίθος. Μειρακύλλιον: τὸ μικρὸν παιδίον. Θέων: ὄνομα κύριον. Μέμνων: ὄνομα κύριον. Ὁμώνυμον: ὅμοιον. | |
25 | Φάσγανον: τὸ ὀξὺ ξίφος. Τισαμενός: ὄνομα κύριον. συνέβη γὰρ κατὰ τὸν τῆς γεννήσεως αὐτοῦ καιρὸν τὴν πόλιν μεγάλην τιμωρίαν ὑπομεῖναι, καὶ γεννηθέντα ὀνομασθῆναι Τισαμενόν· ἐκ | |
τοῦ τίω, τὸ τιμωρῶ· ὁ ἐν μεγάλῃ τιμωρίᾳ γεννηθείς. | 426 | |
427 | Μεγαπένθης: ὁμοίως καὶ οὗτος ὠνομάσθη. μεγάλου γὰρ πένθους γενομένου τῇ πόλει ἐν τῇ γεννήσει αὐτοῦ, ἐπέθηκε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Μεγαπένθης. Ἐνοσίχθων: ὁ σείων τὴν γῆν. αὐτὸν δὲ λέγουσιν | |
5 | εἶναι τὸν Ποσειδῶνα. Φρύξ: ὄνομα ἔθνους· ἐξ οὗ καὶ Φρυγία. Γαλάτης: ὄνομα ἔθνους· ἐξ οὗ καὶ Γαλατία. Πηλίκος: ποταπός. Ἄρδω: ποτίζω. | |
10 | Ἀντιγονίζω: τὰ τοῦ Ἀντιγόνου φρονῶ. Ἀνύω: πράττω. Νύσσω: κάμπτω· ἐξ οὗ καὶ Νύσσα, ὁ καμπτήρ. Ἱππεύω: ἱππάζομαι. Ἀλέξω: βοηθήσω. | |
15 | Τόφρα: ἄχρι. ἕως. Πύξ: ὁ γρόνθος. Λάξ: τὸ λάκτισμα. Μάλιστα: ἐξαιρέτως. Ἄμυδις: ὁμοῦ. | |
20 | Δηλαδή: δῆλον ὅτι. Ἰστέον: γνωτὸν ἔστω. Ἐπ’ ἄπειρον: ἐπιπολύ. Κεχηνώς: ἀποκεχωρισμένος. διεσχισμένος. Εἰώθασιν: ἐξ ἔθους ἔχουσιν. | |
25 | Σόλων: σημαίνει τρία· ὄνομα κύριον, καὶ τὸ ὄρος. σημαίνει καὶ τὸν δίσκον. Σερῆνος: ὄνομα κύριον. Ὕας: ὄνομα ἔθνους· λέγονται δὲ οἱ Βοιωτοί. Σιμόεις: ὄνομα κύριον. | |
30 | Νᾶες: αἱ νῆες. | 427 |
428 | Τρώς: ὄνομα κύριον. ὃς καὶ τὴν Τρωάδα κτίσας· οἱ ἐκεῖ κατοικοῦντες Τρῶες ἐκλήθησαν. Κύπρις: ἐπώνυμον Ἀφροδίτης. Κοχλίας: ὁ στρογγυλοειδὴς τόπος. | |
5 | Αἰνείας: ὄνομα κύριον. Ἑρμένας: ὄνομα κύριον βασιλέως. Μήδεια: ὄνομα πόλεως. Μάσθλης: ὁ λῶρος. Μόργης: ὄνομα ἔθνους. | |
10 | Μέλης: ὄνομα ποταμοῦ. Μηριόνης: ὄνομα κύριον. Θύτης: ὁ ἱερεύς. ἀπὸ τοῦ θύειν. Ἀγκυλοχείλης: ὁ ἐπικάμπη ἔχων τὰ χείλη, ὡς ἐπὶ τοῦ ἱέρακος. | |
15 | Πάρις: ὄνομα κύριον· ὁ Ἀλέξανδρος. Ἄδωνις: ὁ Ἅιδης. Μέμφις: ὄνομα κύριον. Χαρίεις: ὁ ἐπιχαρής. | |
Εὐγήρως: ὁ καλῶς γεγηρακώς. | 428 | |
429 | Υἱέσι: τοῖς υἱοῖς. Ἡδύς: ὁ γλυκύς. Πῆχυς: εἶδος μέτρου. Ὠκύς: ὁ ταχύς. | |
5 | Χροῦς: τὸ σῶμα. καὶ ἡ χροιά. Πλακόεις: ὁ πλακώδης τόπος. Ἀπτώς: ὁ μὴ πτοηθείς. Ἀγνώς: ὁ μὴ γνῶσιν ἔχων. Μίνως: ὄνομα κύριον. | |
10 | Νέπως: ὄρος. ἢ ἰχθύς· ἀπὸ τοῦ νε στερητικοῦ, καὶ τοῦ πούς. Εἵλως: ὁ δοῦλος. ὁ κακοπαθῶν. Νεώς: ὁ ναός. Τίρυνς: ὄνομα πόλεως. | |
15 | Μάκαρς: ὁ μακάριος. Δᾶερ: ὁ ἀνδράδελφος. Ἀλκμάν: ὄνομα κύριον. Παιάν: εἶδος ᾠδῆς, ἀπὸ τοῦ παύειν τὴν μανίαν. Τιτάν: ὄνομα ἔθνους. | |
20 | Πάν: ὄνομα κύριον. | |
Σωλήν: τὸ σωληνάριον. | 429 | |
430 | Τέρην: ὁ ἁπαλὸς καὶ τρυφερός. Γέρην: ὄνομα κύριον. Μόσυν: τὸ τεῖχος. Ἱέρων: ὄνομα κύριον. | |
5 | Περικτίων: ὄνομα ἔθνους. Ξενοφῶν: ὁ ἐν τοῖς ξένοις τόποις φονευόμενος. Τυφών: ὁ τυφώς. ἢ ὁ μέγας ἄνεμος. Θώραξ: πύργος τειχῶν. ἢ ὅπλον πολεμικόν. Ταών: τὸ παώνιον. | |
10 | Ἀγλαοφῶν: ὄνομα κύριον. Πίδαξ: ἡ πηγή. Βουπλήξ: τὸ βούκεντρον. Οἰστροπλήξ: ὁ τῇ μανίᾳ πεπληγώς. Τέττιξ: ἀηδών. | |
15 | Ὁμῆλιξ: συνηλικιώτης. τῆς αὐτῆς ἡλικίας. Δοῖδυξ: τὸ τινακτάριον. Βέβρυξ: Ἕλλην. Ἄμπυξ: τὸ κεφαλοδέσμιον. ἢ τὴν περικεφαλαίαν. Βώξ: εἶδος ζώου. | |
20 | Πτώξ: ὁ λαγωός. | 430 |
431 | Αἰθήρ: ὁ ἐν τῷ ὕψει ἀήρ. Ἐλατήρ: ὁ ἡνίοχος. Σπινθήρ: ὁ μικρὸς ἄνθραξ. Ἐλευθήρ: ὁ ἀπὸ ξένης παραγεγονώς. | |
5 | Πίηρ: ὄνομα ὄρους. Φράτηρ: ὁ συγγενής. Ἐρίηρ: ἄγαν εὐάρμοστος. Πάνθηρ: ὄνομα κύριον. Κέλωρ: ὁ υἱός. | |
10 | Μέντωρ: ὄνομα κύριον. Πέλωρ: τὸ σημεῖον. Κύκλωψ: ὄνομα κύριον. Λαῖλαψ: ἡ συστροφὴ τοῦ ἀνέμου. Κίνυψ: ὄνομα ποταμοῦ. ἢ ὁ ποικίλος. | |
15 | Ἄραψ: ὄνομα ἔθνους. Χάλυψ: ὄνομα ἔθνους. | |
post16t | Περὶ θηλυκῶν. | |
17 | Μοῦσα: ὄνομα κύριον θεᾶς. Μαῖα: ἡ μάμμη. Σφαῖρα: τὸ στρογγυλοειδές. | |
20 | Ἄελλα: ἄνεμος. πνοή. | |
Λήδα: ὄνομα κύριον. | 431 | |
432 | Τρήρων: ἡ δειλὴ περιστερά. Μήκων: εἶδος βοτάνης. Ἀνθηδών: ὄνομα πόλεως. Ὀλοσσών: ὄνομα πόλεως. | |
5 | Αὖλαξ: τὸ ἀπόσχισμα τῆς γῆς. Δίπλαξ: διπλοΐς. διπλῆ. Πήληξ: τὸ κασσίδιον. Χάλιξ: τὸ χαλίκιον. Λάταξ: ἡ μεγάλη σταγών. | |
10 | Ἄλξ: ἡ δύναμις. Λύξ: ὁ κλιγιασμός. Δημήτηρ: ὄνομα θεᾶς· ἔστι δὲ ἔφορος τῆς γῆς. Φιλότης: ἡ φιλία. Μῆνις: ἡ ὀργή. ἔρις. | |
15 | Ἔρις: ἡ φιλονεικία. Ὄνωνις: εἶδος φυτοῦ. Ἄγυρις: τὸ ἄθροισμα. Πίτυς: ἡ ἐλάτη· ἐξ οὗ καὶ τὰ πιτύκια. Χέλυς: ἡ κιθάρα. | |
20 | Κόρυς: ἡ περικεφαλαία. Κώμυς: ἡ δεσμὶς τοῦ χόρτου. Ὀϊζύς: ὁ ἐπίπονος καὶ ταλαίπωρος. Ἐριννύς: ὄνομα δαίμονος τιμωρητικοῦ. Αἰδώς: ἡ αἰσχύνη. | |
25 | Ἕως: ἡ ἡμέρα. | 432 |
433 | Κῶς: ὄνομα πόλεως. Ἅλως: τὴν ἅλωνα σημαίνει, καὶ τὸ νεφοειδές. | |
post2t | Τὰ οὐδέτερα. | |
3 | Λιπόπατρις: ὁ τὴν πατρίδα καταλιπών. Ἄλειφαρ: τὸ ἄλειμμα. | |
5 | Δῶμα: τὸ οἴκημα. Πῶϋ: τὸ ποίμνιον. Ἄστεως: πόλεως. Κτέαρ: κτῆμα. Δέλεαρ: φάρμακον. | |
10 | Οὖθαρ: ὁ μαζός. Στέαρ: τὸ λίπος. Φρέαρ: ἡ πηγή. Ὄνειαρ: ὠφέλιμον. ἀγαθόν. Τέκμωρ: σημεῖον. τέλος. | |
15 | Ἕλωρ: τὸ ἐπιθύμημα. | |
post15t | Οἱ τόνοι. | |
16 | Ὑπεξαιρείσθωσαν: μετατιθέσθωσαν. Ἰᾶς: καὶ μιᾶς, κατὰ πλεονασμόν. Κῆρος: σημαίνει τὴν ψυχήν· γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ | |
κέαρος. | 433 | |
434 | Θώνιος: ὄνομα κύριον ἀνδρὸς Αἰγυπτίου· ἐκ τούτου κατὰ συγκοπήν, Θῶνος. Ἦρος: τοῦ ἔαρος, κατὰ κρᾶσιν. Ὠπός: τῆς προσόψεως. | |
5 | Τυνδάρεω: ὄνομα κύριον. Μελίκρατι: ὄνομα κύριον. Ἀβλῆτος: τόξου, τοῦ μήπω βεβλημένου, καινουργοῦ. Κλεῖν: τὴν κλεῖδα. Λῖν: λέοντα· ἡ εὐθεῖα Λίς. | |
10 | Μῦν: τὸν μυσαρόν. Σῦν: τὸν χοῖρον. Ζῶν: τὸν ζῶντα· ἡ εὐθεῖα, ὁ ζῶς (sic), τοῦ ζῶ. Θεῦν: τὸν θεόν· κατὰ κρᾶσιν Δωρικήν. Λειώδης: ὁ ὁμαλός. | |
15 | Μητιέτης: ὁ βουλευτικός. Ἀκάκητα: ἀκακήτης. ὁ ἥσυχος. Εὐρύοπα: τὸν μεγαλόφθαλμον. Εὐμήκης: ὁ πλατὺς καὶ μέγας. Αὔταρκες: ἀρκετόν. | |
20 | Κάταντες: τὸ ἀπ’ ἐναντίας. Εἴνατερ: σύννυμφε. Δαΐφρων: πολεμικὸν φρόνημα ἔχων. Λακεδαίμων: ἡ ἀπὸ τῆς Λακίας δαίμονος. Ἄμφω: ἀμφότεροι. δύο. | |
25 | Κηδεστής: ὁ φροντιστής. | 434 |
435 | Βοιδίων: τῶν βοῶν· κατὰ συναίρεσιν ἀπὸ τοῦ βοιϊ‐ δίων. Εὐνοῖν: τοῖν φρονίμοιν· ἡ δὲ εὐθεῖά ἐστι, εὔνους, εὔνου. | |
5 | Εὐθῦναι: αἱ ἀδικίαι· ἡ δὲ εὐθεῖά ἐστιν, ἡ εὐ‐ θύνη. Ἥμεραι: αἱ ἀγαθαὶ καὶ πραεῖαι. Κάνεον: κανίσκιον. Δμώων: δούλων. | |
10 | Θώων: εἶδος θηρίων. Κράτων: τῶν κεφαλῶν. Δᾴδων: τῶν δᾳδίων. ἡ εὐθεῖα δαΐς, δαΐδος· ἡ γενι‐ κὴ τῶν πληθυντικῶν δαΐδων, καὶ συναίρεσιν, δᾴδων. Λάων: λίθων. | |
15 | Χλούνων: τῶν ἀγρίων χοίρων. Χρήστων: οἱ δανείζοντες. καὶ οἱ δανειζόμενοι. Ἐτησίων: τῶν κατ’ ἔτος γινομένων ἀνέμων. Ἀφύων: τῶν μὴ φυομένων· ἀπὸ τοῦ Ἀφύα. Ῥόδιοι: οἱ ἀπὸ τοῦ Ῥόδου. | |
20 | Μακαιρῶν: τῶν μακαρίων. Ὀχθῶν: τῶν γαιῶν. Ἰλιάδες: αἱ ἀπὸ τοῦ Ἰλίου γυναῖκες. | |
Δαναΐδες: αἱ τῶν Δαναῶν γυναῖκες. | 435 | |
436 | Τριήρων: τῶν τρεῖς ἐλασίας ἐχουσῶν νηῶν. Δυσώδων: τῶν κακῶς πνεόντων· ἡ εὐθεῖα δυσώδης. Ξυρόν: ξυράφιον. Γοῦνα: γόνατα. | |
5 | Δοῦρα: τὰ τῶν νηῶν ξύλα. Ἔγκασι: τοῖς ἐγκάτοις. | |
post6t | Τοῦ ῥήματος. | |
7 | Διαληψόμεθα: διαλάβωμεν. Ἀμοιβή: καταλλαγή. Συνέμπτωσις: ὁμοφώνησις. | |
10 | Φαμέν: λέγομεν. Χειώδης: χρήσιμος. Διήκει: διέρχεται. Ἡβῶ: αὐξῶ. Ὠθῶ: τὸ προθῶ. λέγεται καὶ Ὤθω βαρύτονον, καὶ | |
15 | Ὄθω, τὸ ὀργίζομαι, διὰ τοῦ ο μικροῦ. Ἰξεύω: ὁρμῶ. Ὑδρεύω: ὕδωρ ἀντλῶ. Οἴγω: ἀνοίγω. Ἀντιβολῶ: παρακαλῶ. ἢ ἀπαντῶ. | |
20 | Ἐνδέον: ἐλλεῖπον. Ποσότης: πλεονασμός. πληθύς. Πείθω: τὸ πιστεύω· τὸ δὲ πάσχω διὰ τοῦ ν. Λείβω: τὸ σπένδω· καὶ τὸ λαμβάνω διὰ τοῦ η. Κείρω: κόπτω. | |
25 | Νέμω: μερίζω. | |
Μένω: οἰκῶ. | 436 | |
437 | Συντελικός: τετελειωμένος. Ἐλεύθω: παραγίνομαι. Σχεδόν: πλησίον. ἐγγύς. Εἴασαν: ἔασαν. ἠφίεσαν. | |
5 | Φράζω: λέγω· σημαίνει δὲ καὶ τὸ σκέπτομαι. Πλήσσω: κεντῶ. τιτρώσκω. Ἀμείβων: ἀντὶ καταλλάσσων. Διενήνοχε: διαφέρει. παραλλάσσει. Ἐμύκησα: ἐβόησα· κυρίως τὸ μυκᾶσθαι ἐπὶ τῶν | |
10 | βοῶν. Δήκω: δάκνω. Πῆ: ποῦ δή. Λήκω: σκάπτω. Χραισμῶ: βοηθῶ. | |
15 | Ὀλισθῶ: πλανῶμαι. παραβαίνω. ἐκλιστρῶ. Ἀρόσω: ἁρμόσω. Τέτιλται: ἀνέσπασται· ἐκ τοῦ Τίλλω, τὸ ἀνασπῶ. Αἰδοῦμαι: αἰσχύνομαι. Νίφω: βρέχω· ἐξ οὗ Νιφετός καὶ νιφάς. | |
20 | Νήθω: κλώθω. ἐξ οὗ Καὶ νῆμα. Οἰέσθω: νομιζέτω· ἐκ τοῦ οἴω. Ἔῤῥαγκα: ἐσκόρπικα· ἐκ τοῦ ῥαίνω. Ἐδόκει: ἐνομίζετο. Συναρτώμενον: συναρμοζόμενον. συντελειούμενον. | |
25 | Πρὸς παρόν: πρὸς ὀλίγον. | |
Παρηνώχλει: ἐκώλυεν. | 437 | |
438 | Δοίημεν: παράσχοιμεν. Πρόδηλος: φανερά. Κέκλημαι: προσεκαλέσθην. Μοναδικήν: μόνην. | |
5 | Ἀλλοία: ἀλλοίωσις. Ἐδάμην: ἐδαμάσθην. | |
post6t | Τὰ εἰς μι. | |
post6t | Τίθημι: ποιῶ. | |
post6t | Εἰμί: ὑπάρχω. | |
post6t | Εἶμι: πορεύομαι. | |
10 | Ἵημι: πέμπω. Φημί: λέγω· καὶ ἀποβολῇ τοῦ φ, Ἠμί. Ζεύγνυμι: ζευγνύω. Ἐλήκησα: ἐσχίσθη. Κίχρημι: δίδωμι. | |
15 | Ἀφιᾶσι: πέμπουσι. Κῆρ: ἡνίκα ὀξύνεται, σημαίνει τὴν ψυχήν· περισπώ‐ μενον δέ, τὴν θανατηφόρον μοῖραν. Φῆρ: θηρίον· κατὰ τροπὴν τοῦ θ εἰς φ. Σής: ὁ σκώληξ. | |
20 | Σκώρ: ἡ σκωρία· οἱ δέ, τὸ κόπρον. Κρῖ: κρῖνον (sic), κατὰ ἀποκοπήν. | |
Ὁ Γρᾶς: ὄνομα κύριον. | 438 | |
439 | Ὁ Λᾶς: ὄνομα ποταμοῦ· σημαίνει καὶ τὸν λίθον. Ζηνᾶς: ὄνομα κύριον. Θροῦς: θόρυβος. Σιμοῦς: ὄνομα ποταμοῦ, ἀπὸ τοῦ Σιμόεις συναι‐ | |
5 | ρεθέν. Εὔνους: φρόνιμος. Εὔπλους: ὁ καλῶς πλέων. Δρῦς: εἶδος δένδρου. Ἀπφῦς: ἀδελφός. | |
10 | Διονῦς: ὄνομα κύριον Διονύσου. Ὀσφῦς: ἡ ζῶσις. Πρωτεῦ: ὄνομα κύριον. Ἀγχοῦ: πλησίον. Θαλέας: ὄνομα κύριον. | |
15 | Σιμόεις: ὄνομα ποταμοῦ. Φθόϊς: εἶδος πλακοῦντος. Βόαξ: εἶδος ζώου. Ἀμέλει: νῦν. διὰ τοῦτο. Ἠώς: ἡ ἡμέρα. | |
20 | Πάνθους: ὁ πάντοτε τρέχων. Κυκεών: ταραχή· ἢ πόμα ἐκ πολλῶν βοτανῶν κατε‐ σκευασμένον, ὅ ἐστι φάρμακον. Τυφώς: ὁ κυρτός. Χρή: προσῆκον. πρέπον. | |
25 | Πευστικόν: ἐρωτηματικόν. | |
Γρῦ: ὁ τοῦ ὄνυχος ῥύπος. | 439 | |
440 | Ῥᾴ: ῥᾳδίως. εὐκόλως. Ἴθι: πορεύου. Λῶροι: λωρία. Κοῦραι: αἱ νέαι. | |
5 | Πῶλοι: οἱ ὄνοι· εἰ δὲ τὸ πο μικρόν, σημαίνει τοὺς οὐρανούς. Χηναλώπηξ: εἶδος ζώου, ἥντινα καλοῦσιν ἀλω‐ ποχῆνα. Ἀϋτή: βοή. κραυγή. | |
10 | Ἐΐσκω: ἀπεικάζω. Ἄσιος: ὁ ξηρός· ἀπὸ τοῦ Ἄζω, τὸ ξηραίνω, ἄζιος καὶ ἄσιος. Βάκχος: ὄνομα κύριον· σημαίνει καὶ τὸν οἶνον. Ὀλισθηρός: ἀπατηλός. | |
15 | Ἀτθίς: Ἀττική. Ἄλσος: σύμφυτος τόπος. Κένσαι: κεντρίσαι. ἀφανίσαι. Συνάπτουσιν: συγκρατοῦσιν. Πρόσφατον: τὸ νεωστὶ γεγονός. | |
20 | Εἰσδῦναι: εἰσελθεῖν. Μάκαιρα: μακαρία. Νενυχότος: πεπληγότος. Σύμβιος: ὁ ἐν τῷ βίῳ συζῶν. Μείων: μικρός. | |
25 | Λῴων: βελτίων, ἀπὸ τοῦ λωΐων. Ἀρείων: κρείττων. Κῷος: ἀπὸ τῆς Κῶ νήσου. Ἡρῷον: ἥρωος ναός. Μινῷος: ὄνομα κύριον. | |
30 | Μεμφίτης: ὁ ἀπὸ τῆς Μέμφιδος πόλεως. | |
Τοπίτης: ὁ ἀπὸ τόπου. | 440 | |
441 | Ἀλήτης: πλανήτης. Ἀταρνή: ὄνομα ἔθνους. Εὐρείτης: ὁ καλῶς ῥέων. Ζελείτης: ὁ ἀπὸ Ζελείας πόλεως. | |
5 | Ἀκραγαντῖνος: πόλεως Σικελίας. Ἀληθές: ἀληθῶς· ἔστι δὲ ἐπίῤῥημα βεβαιώσεως. Ὑσμίνη: ἡ μάχη. Αἰητίνη: ἡ τοῦ Αἰήτου θυγάτηρ. Θριδακίνη: τὸ μαρούλιον. | |
10 | Χαρίσιος: ὄνομα κύριον, ἐξ οὗ καὶ Χαρισίου πόρτα. Ἀφροδίσιος: ὄνομα κύριον. Ἀρκείσιος: ὄνομα ποταμοῦ. Σιμοείσιος: ὄνομα κύριον· ὁ ἐν Σιμόεντι ποταμῷ γεννηθείς. | |
15 | Ἀντήρης: ἀντίθετος. ἀντίλογος. | |
Φθογγήεις: φωνητικός. | 441 | |
442 | Ἐρεείνω: ἐρωτῶ. Φαείνω: λάμπω. Ἀλεείνω: ἐκκλίνω. φεύγω. Ὀρίνω: διεγείρω. | |
5 | Ὠδίνω: γεννῶ. Ἴκελος: ὅμοιος. Ἀνδροείκελος: ἀνδρὶ ὅμοιος. Μάσσω: μαλάσσω. Ἄισσω: ὁρμήσω· ἀπὸ τοῦ ἀΐσσω. | |
10 | Ἀπάμεια: ὄνομα πόλεως. Εὐήθεια: μωρία. ἄνοια. Πηνελόπης: ὄνομα γυναικός. Χαλκόβαρυς: ὁ ἀπὸ χαλκοῦ κατεσκευασμένος. Ἱππόδασυς: ὁ ἐξ ἱππείων τριχῶν δεδασυνιομένος. | |
15 | Θέρω: θερμαίνω. Μήδω: βουλεύω. Σαφῶ: ἀκριβῶ. Λαγνεία: πορνεία. Ἶρις: ὄνομα θεᾶς. | |
20 | Βριθύς: βαρύς. Πορίζω: δίδωμι. Πινδαρικός: ὄνομα κτητικὸν Πινδάρου, ἢ ἄλλο τι. Δημοσθενικός: ὄνομα κτητικὸν Δημοσθένους. Βοεικός: βόειος. | |
25 | Δαρεικός: Δαρείου κτῆμα· ἔστι δὲ ὄνομα βασιλέως. Δεκελεικός: ὄνομα τόπου. Κουρεῖον: ἔνθα οἱ κουρεῖς καθέζονται· σημαίνει δὲ | |
καὶ τὸ φυλακτήριον. | 442 | |
443 | Ὀλέτειρα: ἡ ὄλεσις. Σπεῖρα: ἡ σύναξις. Ὡδί: ἀντὶ τοῦ, ὧδε. Δευρί: ἀντὶ τοῦ, δεῦρο. | |
5 | λίψ: ὄνομα ἀνέμου, ἐξ οὗ καὶ ἀπολίβασμα. Θρίψ: σκώληξ, ἐσθίων τὰ κέρατα. Κνίψ: εἶδος ζώου. Στείβω: περιπατῶ. Στοιβή: ἡ ὁδός. | |
10 | Νῖνος: ὄνομα κύριον· ὁ τὴν Νινευῒ κτίσας. Μῖμος: ἡ μίμησις. Ῥᾷον: εὔκολον. Ἀρείων: κρείττων. Πηνειός: ποταμὸς Θεσσαλίας. | |
15 | Ἀλφειός: ποταμὸς Ἠλίδος. Σπερχειός: ποταμὸς Παμφυλίας. Μηνιός: ὄνομα ποταμοῦ. Ἄχος. ἡ λύπη. Ἠχῶ: κτυπῶ. | |
20 | Ἧιχι: ἔνθα. ὅπου. Ἕκηλος: ἥσυχος. Ὄρχος: ὁ τοῦ χώρου ἔξαρχος· ἢ λάκκος. Εἱρκτή: φυλακή. Εἰρχθῆναι: φυλακισθῆναι. | |
25 | Ὀφρῦς: ἡ ἔπαρσις. Ἄθρους: ὁμοῦ. Ἀάπτους: ἀπροσπελάστους. Ἀήσυρα: μάταια. ἀλαμπῆ. Ἀΐω: ἀκούω. | |
30 | Ἰάπτω: πέμπω. | |
Ἠΐθεος: ἰσόθεος. | 443 | |
444 | Ἠέλιος: ἥλιος. Ἵημι: πέμπω. Ὀΐω: κατὰ διάλυσιν, ὑπολαμβάνω. Ὀϊστός: τὸ βέλος. | |
5 | Ἰόμωροι: ἐπονείδιστοι. Ἐήνδανε: ἤρεσκε. Ἑώρων: ἔβλεπον. Ἔνθεν: αὐτοῦ. Ἀγορανόμος: ὁ διοικητής. | |
10 | Ὠγύγιος: ὁ ἀρχαῖος. Ἁγνός: ὁ καθαρός. Ἅζω: σέβομαι· ὅτε δὲ ψιλοῦται, ξηραίνω. Ἀζήνας: τὰς ξηράς. Ἀθῶος: ἀζήμιος. | |
15 | Ἀθερίζω: ἐξουθενῶ. Ἄχθος: βάρος. Ἄθροος: ἄφωνος. ὁ μὴ ἔχων φωνήν. Ἁφή: ἡ χείρ. Ἅπτομαι: κρατῶ. | |
20 | Ἥφαιστος: ἡ τοῦ πυρὸς οὐσία. Ἴφθιμος: ἰσχυρός. Ὦλλος: ἡ τοῦ βραχίονος καμπή. Ἑφθός: ἕψημα. Ἅλλομαι: πηδῶ. | |
25 | Ἐλλός: ὁ ἄφωνος. ἢ ἰχθύς. Ὀτρηρός: σπουδαῖος. ὀξύς. Ὀτοτύζειν: θρηνεῖν. λέγειν. Ὄτλος: ὁ μόχθος. Ἦμος: ἡνίκα. | |
30 | Ἦμαρ: ἡμέρα. Ἧλος: τὸ καρφίον· ὅτε δὲ γράφεται διὰ τῆς ει δι‐ | |
φθόγγου, σημαίνει τὸν δοῦλον. | 444 | |
445 | Ὀπηδός: ἀκόλουθος. Ἔμπλην: ἐγγύς. πλησίον. Ἔμπουσα: Ὀνοσκελίς. ἢ φάσμα Ἑκατήσιον. Ἀνία: ἡ λύπη. | |
5 | Ἀνύω: πράττω. Ἀραιήν: ἰσχυράν. Ἀσία: ὄνομα τόπου. Ἄστυ: ἡ πόλις. Ἀστράγαλος: τὸ παρὰ τὸν πόδα ὀστοῦν. | |
10 | Ἀσάμινθος: τόπος, ἐν ᾧ λούονται. Ἀτύμνιος: ἀπὸ Ἀτύμνου πόλεως. Ἀττέλεβος: ἡ ἀκρίς. Ἄτταλος: ὄνομα κύριον. Ἄψοῤῥον: ἐξ ὑποστροφῆς. | |
15 | Ἅψεα: μέλη. σώματα. Ἁψίς: ἡ καμάρα· παρὰ τὸ κρατεῖν, καὶ ἅπτεσθαι. Ἔφεσος: ὄνομα πόλεως. Ὄζαινα: ὄνομα γυναικός. Ἶφι: ἰσχυρῶς. | |
20 | Ἰσχανόω: ἐπιθυμῶ. Ἠλύγη: τὸν σκοτεινόν. Ἠλίβατος: ὁ ὑψηλὸς τόπος. Ἡλιαία: ἡ ὑψηλή. Ἠλιτόμηνις: ὁ παρὰ μῆνα γεννηθείς. | |
25 | Ὀρεύς: ὁ ἡμίονος. Ὀρέγω: ἐπιθυμῶ. Ὀρόντης: ὄνομα ποταμοῦ. Ὠδινῶ: γεννῶ. Ὠλένες: αἱ χεῖρες. | |
30 | Αἰδοῦμαι: ἐντρέπομαι. | |
Αἰζηός: νέος. | 445 | |
446 | Αἱμύλος: ἀπατηλός. Αἱρῶ: πορθῶ· σημαίνει δὲ καὶ τὸν αἱρετικόν. Οἶστρος: ἡ ἐπιτεταμένη μανία. Οἶμος: ἡ ὁδός. | |
5 | Αὐδῶ: φωνῶ. βοῶ. Αὔω: πνέω· ἐξ οὗ καὶ Αὐλή. Εὔβοια: ὄνομα πόλεως. Εὔμηλος: ἡ καλὰς μηλέας ἔχουσα. Εὐηχές: εὔφωνον. | |
10 | Εὕδω: καθέζομαι. Εὕω: καίω· ἐνίοτε καὶ φωτίζω. Οὐλή: ἕλκος· Οὔλη δέ, βαρυτόνως, ἡ κόμη καὶ ἡ κριθή. Ἑκών: θέλων. | |
15 | Ἐρύσω: ἐπὶ κοιλίας βαδίζω. Ἡσίοδος: ὄνομα κύριον. Ἠμύει: ἐπικλίνει. Ἥσσων: ἐλάσσων. Ἡσιόνη: ὄνομα κύριον. | |
20 | Ἤστην: ὑπῆρχον. Ἠρήρειστο: ἐπέπηκτο. Ἠρόμην: ἠρώτων. Ὅμιλος: πλῆθος. Ὀμηχῶ: οὐρῶ. | |
25 | Ῥᾶρος: ὄνομα κύριον. Στύξ: ὁ μισητός. | |
Κίς: ὁ ἐν τῷ σίτῳ σκώληξ. | 446 | |
447 | κάρ: ὄνομα ἔθνους· ἐξ οὗ καὶ τό· Κᾶρες καὶ Παίονες ἀργυρότοξοι. Εἰλαπίνη: ὄνομα ποταμοῦ· σημαίνει δὲ καὶ τὴν εὐωχίαν. | |
5 | Μολυβδίνη: ὄνομα πόλεως. Ἄλκιμος: ὁ δυνατός. Κύδιμος: ὁ ἔνδοξος. Βούλιμος: ἡ μεγάλη λιμός. Μετοπωρινός: ὁ ἐπὶ χειμῶνα καιρός. | |
10 | Δάος: ἡ μάθησις. Φάρος: ἱμάτιον. Πάγος: ἡ εὐπραγία. Ἄβυδος: ὄνομα πόλεως. Λάβδακος: ὄνομα κύριον. | |
15 | Ἅμιλλα: ἡ συστροφή· ἢ ταραχή. εἴλησις. ἀνάμιξις. Ἀμύμων: ἄψογος. ἀγαθός. Ἀμῶ: συνάγω. Ἄμητος: θερισμός. Ἴτυς: ἡ τοῦ τροχοῦ περιφέρεια. | |
20 | Ἰτέα: ὄνομα δένδρου. Ἰτρίον: μέλος ἐντὸς τοῦ σώματος· ἔστι δὲ παρὰ τὸν κενεῶνα. Ἴτωνα: ὄνομα τόπου. Ἁνδάνω: ἀρέσκω· ἐξ οὗ καὶ τό· ἥνδανε θυμῷ. | |
25 | Κιχάνω: καταλαμβάνω. | 447 |
448 | Κυλίω: ταράσσω. Κονίω: παλαίω. ἀλείφω. οἱ γὰρ παλαίοντες ἐπαλεί‐ φονται πρὸς τὸν ἀγῶνα. Ἀτίω: ἀτιμάζω· ἀπὸ τοῦ τίω, τοῦ τιμῶ, μετὰ τοῦ | |
5 | στερητικοῦ Α. Μηνίω: ὀργίζομαι. Ἔχις: ἡ ἔχιδνα. Ψηφίς: τὸ μικρὸν ψηφίον. Κρηνίς: ὑποκορυστικόν· σημαίνει δὲ τὴν πηγήν· | |
10 | κρήνη γὰρ ἡ πηγή. Βαλβίς: ἡ ἀφετηρία. Φαλκίς: τὸ φαλκίδιον. Σαρπίς: ὁ σάρπος. Ῥιπίς: ῥιπίδιον. | |
15 | Καρίς: ἢ καριδάριον. Ψάρ: ὄνομα ἔθνους. σημαίνει καὶ τὸν πρ.... Μάρτυρ: μάρτυς. Μάκαρ: μακάριε. Δάμαρ: γυνή. | |
20 | Ἀρκάς: ὄνομα ἔθνους. Κιχράς: διδούς. Ἐθάς: φίλος. συνήθης. Πιμπράς: ὁ ἐμπρηστής. Ἱμάς: ὁ λῶρος. | |
25 | Ἀνδριάς: στήλη ἀνδρός. Νεοκράς: ὁ νεωστὶ κεκραμένος. Ἐλικράς: ὁ ἐλαίῳ κεκραμένος· ἀπὸ τοῦ ἐλαιοκράς. Φρῦνος: παλαιὸς βάτραχος. Θῦνος: ἡ θύννα. | |
30 | Πλυνός: ὄνομα τόπου. | 448 |
449 | Δεσπόσυνος: δεσπότης. Πίσυνος: πεπιστευκώς. Θάρσυνος: θρασύς. Πάχυνος: παχύς. | |
5 | Βόθυνος: ἡ τάφρος. Πόλτυνος: ὄνομα ὄρους. Βύνη: ὄνομα κύριον. Κερδοσύνη: κέρδος. ἐμπορία. Βριθοσύνη: βαρεῖα. | |
10 | Ὑποθημοσύνη: ὑποθήκη. Κορύνη: σιδηρᾶ ῥάβδος. Χελύνη: χελώνη· Χελύνιον καὶ τὸ χεῖλος. Τορύνη: ἡ καταπεπονημένη. Ὀτρύνω: διεγείρω. | |
15 | Καλλύνω: καλλωπίζω. Πυρκαϊά: λαμπρόν. Ἀγορά: ἐκκλησία. Μνᾶ: ἀπὸ τοῦ Μνῶ. Ἀγυιά: ἡ στενὴ ὁδός. ἡ ῥύμη. | |
20 | Ἄγκυρα: ὄνομα πόλεως. Κέρκυρα: ὄνομα πόλεως. Ὄλυρα: εἶδος σίτου. Ἐφύρα: ὄνομα πόλεως. Καλύπτρα: σκέπασμα. | |
25 | Ἐνέδρα: ἔγκρυμμα. Τάναγρα: ὄνομα πόλεως. Σκολοπένδρα: εἶδος θηρίου. Ῥόδιος: ὁ ἀπὸ τῆς Ῥόδου. | |
Σάμιος: ὁ ἀπὸ Σάμου. | 449 | |
450 | Λάρος: ὁ γλάρος. Πάρος: πρότερον. ἢ ἔμπροσθεν. Κλάρος: ὄνομα τόπου. Κάρος: ὄνομα νόσου. | |
5 | Ἱρεύς: ὁ ἱερεύς. Ἴρηξ: ἱέραξ. Οἱ νέκυς: οἱ νεκροί. Οἱ βότρυς: οἱ βότρυες. Εὐφυᾶ: εὐφυῆ. | |
10 | Εὐκλεᾶ: ἔνδοξον. Ἄργος: ἡ Πελοπόννησος. Ἱκέσθαι: παραγενέσθαι. Νηλέα: ἀνηλεῆ. | |
14t | Τέλος σὺν θεῷ τοῦ λεξικοῦ | |
15t | τῆς γραμματικῆς. | 450 |